- χόος, χοῦς
- пыль, земля, прах.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόος — χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χούς — (I) ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α 1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες 2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου αρχ. 1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε… … Dictionary of Greek
χους — ο / χοῡς, γεν. χοός και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) 1. χώμα 2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μσν. φρ. «χοῡς τῆς σαρκός» το περίβλημα τής ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
χόος — ὁ, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. χοῡς (Ι) … Dictionary of Greek
τετράχους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες μσν. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν ποσότητα τεσσάρων χοών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοῦς / χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά χους] … Dictionary of Greek
τρίχους — ουν, και οος, οον, Α 1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χοος / χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετρά χους] … Dictionary of Greek
σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
ολιγόχους — ὀλιγόχους, ουν και οος, οον (Α) 1. ολιγόσπερμος 2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά χους] … Dictionary of Greek
πολύχους — ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, οον, ή πολυχόοος, όον, Α 1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά 2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.) 3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek